- ξυνῴκισαν
- συνοικίζωmake to live withaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοικίζω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυνοικίζω Α [οἰκίζω] 1. βάζω να κατοικήσουν στον ίδιο τόπο, ενώνω οικισμούς, ιδρύω συνοικισμό 2. εγκαθιστώ νέους κατοίκους σε χώρα αρχ. 1. κάνω, υποχρεώνω κάποιον να συγκατοικήσει με κάποιον άλλον στην ίδια κατοικία ή στον ίδιο… … Dictionary of Greek